- εγχειρητικός
- -ή, -ό1. που αναφέρεται στην εγχείρηση, τη χειρουργική επέμβαση.2. το θηλ. ως ουσ., εγχειρητική, η (βλ. λ.).
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
εγχειρητικός — ή, ό (Α ἐγχειρητικός, ή, όν) νεοελλ. 1. αυτός που αναφέρεται στην εγχείρηση 2. το θηλ. ως ουσ. η εγχειρητική α) η τέχνη τής θεραπείας τών σωματικών παθήσεων με εγχείρηση β) ο κλάδος τής χειρουργικής που ασχολείται με τις μεθόδους τής εγχειρητικής … Dictionary of Greek
ἐγχειρητικώς — ἐγχειρητικός enterprising masc acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐγχειρητικώτερος — ἐγχειρητικός enterprising masc nom comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προεγχειρητικός — ή, ό, Ν 1. αυτός που εκτελείται πριν από χειρουργική επέμβαση («προεγχειρητική αγωγή) 2. φρ. α) «προεγχειρητικές εξετάσεις» ιατρ. γενικές εξετάσεις που πραγματοποιούνται πριν από χειρουργική επέμβαση και συνίστανται στη διερεύνηση τής απήχησης… … Dictionary of Greek